- οπλοβομβιδοβόλο
- και οπλοβομβόλο, τοστρ. φορητό όπλο με το οποίο εκτοξεύονται οπλοβομβίδες με την προσθήκη ειδικού εξαρτήματος.[ΕΤΥΜΟΛ. < οπλοβομβίδα + -βόλο (< βάλλω), πρβλ. μυδραλιο-βόλο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οπλοβομβιστής — και οπλοβομβιδιοτής, ο στρ. στρατιώτης πεζικού που φέρει και χειρίζεται το οπλοβομβιδοβόλο … Dictionary of Greek
οπλοβομβόλο — το βλ. οπλοβομβιδοβόλο … Dictionary of Greek